άλγεβρα

άλγεβρα
η
(λ. αραβ.), κλάδος των μαθηματικών που ερευνά τις μεταξύ των μεγεθών σχέσεις, οι οποίες εκφράζονται με σύμβολα: Στην άλγεβρα τα μεγέθη παρασταίνονται με γράμματα που συνοδεύονται από τα σημεία + ή –.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κον, Πολ Μόριτζ — (Paul Moritz Kohn, Αμβούργο 1924 –). Βρετανός μαθηματικός, γερμανικής καταγωγής. Απόφοιτος της σχολής μαθηματικών του Trinity College στο Κέιμπριτζ, έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το ίδιο πανεπιστήμιο το 1951. Τον επόμενο χρόνο ανακηρύχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • αλγεβρικός — ή, ό [άλγεβρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Άλγεβρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλγεβρα* + κατάλ. ικός, πρβλ. αγγλ. algebraic] …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… …   Dictionary of Greek

  • λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… …   Dictionary of Greek

  • μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… …   Dictionary of Greek

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

  • στοιχειώδης — ες / στοιχειώδης, ῶδες ΝΑ [στοιχεῑον] αυτός που αποτελεί την πρώτη βάση, τα πρώτα στοιχεία, βασικός, θεμελιώδης (α. «η ελευθερία τού ατόμου είναι στοιχειώδες δικαίωμα» β. «στοιχειωδέστατον πάντων γῆ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που απαιτείται ή… …   Dictionary of Greek

  • Κονς, Αλέν — (Alain Connes, Ντραγκινιάν 1947 –). Γάλλος μαθηματικός. Αποφοίτησε από την École Normal Supériere του Παρισιού το 1970. Η διδακτορική διατριβή του (Η ταξινόμηση των παραγόντων τύπου ΙΙΙ) στην άλγεβρα συναρτήσεων, ειδικότερα στην άλγεβρα του Φον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”